περικοκκύζω

περικοκκύζω
Α
φωνάζω γύρω από κάποιον σαν κούκος, δηλ. περιπαίζω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + κοκκύζω «κράζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περικοκκάζω — Α περιγελώ, κοροϊδεύω κάποιον («ἐγέλασα... ἀπεπυδάρισα μόθωνα, περιεκόκκασα», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού περικοκκύζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”